- φιλοίφας
- φῐλ-οίφᾱς, α, ὁ, [dialect] Dor., ([etym.] οἰφάω)A loving sexual intercourse, lecherous, Theoc.4.62, Eust.1597.29:—also [suff] φῐλ-οιφος, ον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοίφης — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. φιλοίφας Ααυτός που τού αρέσουν οι σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οίφης (< οἴφω «συνουσιάζομαι»)] … Dictionary of Greek